- κληροδοσιών
- κληροδοσιῶνκληροδοσίαdistribution of land: fem gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κληροδοσιῶν — κληροδοσία distribution of land fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλκίδιος — ο / φαλκίδιον, τὸ, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «φαλκίδιος νόμος» (νομ.) νόμος τού βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο ο κληρονόμος είχε το δικαίωμα να παρακρατήσει το ένα τέταρτο τής κληρονομίας και μετά να προβεί σε εκπλήρωση τών κληροδοσιών β)… … Dictionary of Greek